πολύγωνος

πολύγωνος
-η, -ο / πολύγωνος, -ον, ΝΜΑ
1. αυτός που έχει πολλές γωνίες («πολύγωνα σχήματα», Πλουτ.)
2. το ουδ. ως ουσ. το πολύγωνο
μαθ. ονομασία κάθε σχήματος που περατώνεται σε κλειστή τεθλασμένη γραμμή
νεοελλ.
φρ. α) «επίπεδο πολύγωνο» — πολύγωνο που βρίσκεται σε ένα επίπεδο
β) «στρεβλό πολύγωνο» — πολύγωνο που δεν περιέχεται σε ένα επίπεδο
γ) «σφαιρικό πολύγωνο» — στρεβλό πολύγωνο σφαιρικής επιφάνειας που περιορίζεται από τόξα μέγιστου κύκλου
δ) «κανονικό πολύγωνο» — επίπεδο πολύγωνο που έχει όλες τις πλευρές και τις γωνίες του ίσες
ε) «μείζον πολύγωνο»
i) ανατ. οστάριο τού κάτω ή δεύτερου στοίχου τού καρπού
ii) μαθ. τραπέζιο σε σχήμα κύβου
θ) «έλασσον πολύγωνο»
i) ανατ. οστάριο τού κάτω ή δεύτερου στοίχου τού καρπού
ii) μαθ. τραπέζιο σε σχήμα πυραμίδας
στ) «πολύγωνο αστεροειδές» — κοίλο κανονικό πολύγωνο
ζ) «πολύγωνο βολής» ή, απλώς, «πολύγωνο» — εδαφική έκταση που χρησιμοποιείται ως πεδίο βολής τού πεζικού ή τού πυροβολικού
η) «πολύγωνο δυνάμεων» — σχηματική απεικόνιση τής σύνθεσης δυνάμεων που ενεργούν στο ίδιο σημείο
θ) «πολύγωνο συχνοτήτων»
βιολ. κλειστή τεθλασμένη γραμμή που συνδέει είτε τα κέντρα τών άνω βάσεων τών ορθογωνίων ενός ιστογράμματος, το οποίο απεικονίζει τις συχνότητες κάθε κλάσης, είτε τα διαδοχικά σημεία τών οποίων οι συντεταγμένες έχουν την τιμή xi ενός διακριτικού χαρακτήρα και τις αντίστοιχες συχνότητες f.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ-* + -γωνος (< γωνία), πρβλ. τρί-γωνος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • πολύγωνος — polygonal masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολύγωνος — η, ο αυτός που έχει πολλές γωνίες, ο πολυγωνικός …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πολυγωνότερον — πολύγωνος polygonal adverbial comp πολύγωνος polygonal masc acc comp sg πολύγωνος polygonal neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολυγωνοτέρων — πολύγωνος polygonal fem gen comp pl πολύγωνος polygonal masc/neut gen comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολυγωνότατον — πολύγωνος polygonal masc acc superl sg πολύγωνος polygonal neut nom/voc/acc superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολυγωνοτέρου — πολύγωνος polygonal masc/neut gen comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολυγωνότερα — πολύγωνος polygonal neut nom/voc/acc comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολυγωνότερος — πολύγωνος polygonal masc nom comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολυγώνους — πολύγωνος polygonal masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολύγωνοι — πολύγωνος polygonal masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”